- σαράπους
- -ποδος, ὁ, ἡ, Αστραβοπόδαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί-πους, πλατύ-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
SARAPUS — Graece Σαράπους et Σάραπος, cognomen Pittaci, unius e VII. Graeciae Sapientibus. Diogenes Laertius de illo, l. 1. c. 81. Τοῦτον Α᾿λκαῖος Σαράποδα μὲν καὶ Σάραπον ἐκάλει, διὰ τὸ πλατύπουνεἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε. Hunc Alcaeus Sarapodem et… … Hofmann J. Lexicon universale
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek